- μπαντάρω
- τυλίγω με επίδεσμο, επιδένω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banda «επίδεσμος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαντάρω — μπαντάρω, μπαντάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπαντάρισμα — το επίδεση τραύματος ή πληγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαντάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. μαντάρω: μαντάρισμα)] … Dictionary of Greek